- συνεπίκειμαι
- Α1. μαζί με κάποιον επιτίθεμαι εναντίον άλλου2. πιέζω μαζί με κάποιον έναν άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπίκειμαι «επιτίθεμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεπίκειται — συνεπίκειμαι join in attacking pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνεπίκεισθ' — ξυνεπίκεισθε , συνεπίκειμαι join in attacking pres imperat mp 2nd pl ξυνεπίκεισθε , συνεπίκειμαι join in attacking pres ind mp 2nd pl ξυνεπίκεισθε , συνεπίκειμαι join in attacking imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek